Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιολόστομος

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476

Greek Monolingual

αἰολόστομος, -ον (Α)
(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.