οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
αἰολόστομος, -ον (Α)(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.