αιολόστομος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
αἰολόστομος, -ον (Α)
(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.