αισχροποιός
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
αἰσχροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που διαπράττει αίσχη
2. ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ
μσν.
αἰσχροποιία].