ακαιροφόρητος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-η, -ο
(για καλλιέργειες και προϊόντα της γης) αυτός που δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκαιρος + φορητός < φορῶ, θαμιστ. τ. του ρ. φέρω.