ακαιροφόρητος

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για καλλιέργειες και προϊόντα της γης) αυτός που δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκαιρος + φορητός < φορῶ, θαμιστ. τ. του ρ. φέρω.