ακαιροφόρητος

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499

Greek Monolingual

-η, -ο
(για καλλιέργειες και προϊόντα της γης) αυτός που δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκαιρος + φορητός < φορῶ, θαμιστ. τ. του ρ. φέρω.