ακινητοποίητος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-η, -ο ακινητοποιώ
αυτός που δεν κινητοποιήθηκε, που δεν τέθηκε σε κίνηση, ο ακίνητος.