εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
ἀκριτόχειρος, -ον (Α)αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -χειρος < χείρ.