εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
ἀκρογένειος, -ον (Α)αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].