ακρογένειος

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].