ακροποταμιά

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η
1. άκρη, όχθη ποταμού
2. περιοχή κοντά σε ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + ποταμιά.
ΠΑΡ. ακροποταμίτσα, ακροποταμίτης].