ακροποταμιά
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. άκρη, όχθη ποταμού
2. περιοχή κοντά σε ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + ποταμιά.
ΠΑΡ. ακροποταμίτσα, ακροποταμίτης].
η
1. άκρη, όχθη ποταμού
2. περιοχή κοντά σε ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + ποταμιά.
ΠΑΡ. ακροποταμίτσα, ακροποταμίτης].