ακροχορδόνα

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἀκροχορδών -όνος), η κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + χορδή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης].