ακρώνομαι

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ἀκρώνομαι (ΜΝ) ἀκροῶμαι
1. ακούω με προσοχή
2. υπακούω.