υπακούω

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

ὑπακούω ΝΜΑ ακούω
ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν
νεοελλ.
1. είμαι υπάκουος, ευπειθής
2. (κατ' επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο της βαρύτητας»)
μσν.-αρχ.
1. υποτάσσομαι σε κάποιον
2. εκκλ. ψάλλω σε απάντηση κάποιου, ὑποφωνῶ
αρχ.
ακούω κάτι προσεκτικά («ὑπάκουσον, ἄκουσον, ὦ μᾱτερ, ἀντιάζω σ' ἐγώ», Ευρ.)
2. δίνω προσοχή, προσέχω
3. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
4. (για θυρωρό) ανοίγω την θύρα που κρούεται («θαυμάζω, ὅπως ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ υπακοῦσαι», Πλάτ.)
5. (για δικαστή) δίνω ακρόαση σε παράπονα
6. (για κρινόμενο, κατηγορούμενο ή συνήγορο) εμφανίζομαι στο δικαστήριο
7. συναινώ, συγκατανεύω
8. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου
9. μτφ. υπόκειμαι («τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου», Πίνδ.)
10. υποχωρώ σε συζήτηση, ενδίδω
11. (για νόσο) υποχωρώ στην ιαματική ενέργεια ενός φαρμάκου
12. αντιστοιχώ, αναλογώ («πᾶσα παραγωγὴ ἐπιρρηματική... μιᾷ ὑπακούει πτώσει κατὰ τὴν διάλυσιν», Απολλ. Δύσκ.)
13. εννοώ λέξη που έχει παραλειφθεί
14. συμφωνώ με μια θεωρία
15. αστρολ. α) (για το νοτιότερο από δύο σημεία που απέχουν εξίσου από τον Ισημερινό) προσανατολίζομαι από τον Νότο προς τον Βορρά
β) προστάσσω
16. (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ ὑπακούσας·ο θυρωρός
17. φρ. α) «δείπνῳ ὑπακούω» — δέχομαι πρόσκληση για δείπνο Αθήν.
β) «κοινῶς ὑπακούω» — γίνομαι αντιληπτός υπό μία γενική έννοια (Φιλόδ.).