ακυροχάρτι

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

το
1. έγγραφο που ακυρώνεται από αρμόδια αρχή
2. έγγραφο με το οποίο ακυρώνεται προηγούμενη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + χαρτί].