ακυρωτικός

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακυρώνω
αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι.