αλκαλοειδή
From LSJ
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
Greek Monolingual
τα (Φαρμ.)
ειδική τάξη χημικών ενώσεων που βρίσκονται στα φυτά, μερικές φορές και στα ζώα, και παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως λόγω της φυσιολογικής δράσης τους. Πολλά από αυτά έχουν μια μακροχρόνια ιστορία ως δηλητήρια, ναρκωτικά, παραισθησιογόνα και φαρμακευτικά προϊόντα. Γενικά τα αλκαλοειδή είναι αλκαλικές (βασικές) ουσίες, δηλ. εξουδετερώνουν τα οξέα. Τα μόριά τους περιέχουν κυρίως άτομα άνθρακα, υδρογόνου και αζώτου που είναι και η πηγή της βασικότητάς τους.