αλκοολούχος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

-ο
(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].