αλκοολούχος

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

-ο
(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].