αλλάκτης
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλάκτης) ἀλλάζω
1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα
2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες
3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής.