αλτρουιστής

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός].