κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
το (Μ ἀλφάριον) (υποκορ. του άλφα)το αλφάδι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + παραγ. κατάλ. -άρι].