αλφάρι

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάριον) (υποκορ. του άλφα)
το αλφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + παραγ. κατάλ. -άρι].