αλφώδης

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ἀλφώδης, -ες (Α)
λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφός + παραγ. κατάλ. -ώδης].