ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀλφώδης, -ες (Α)λεπρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφός + παραγ. κατάλ. -ώδης].