τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχωαυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.