αμίς

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ἀμίς (-ίδος), η (Α)
ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμη. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον.