αμβλωπός

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ἀμβλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατη όραση
2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση
3. μτφ. θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].