αμετρόδικος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

ἀμετρόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει αμέτρητες, αδιάλειπτες δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -δικος < δίκη.