αμετρόδικος

From LSJ

οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart

Source

Greek Monolingual

ἀμετρόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει αμέτρητες, αδιάλειπτες δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -δικος < δίκη.