αμυγδαλίτιδα

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
μικροβιακή φλεγμονή των (παρίσθμιων) αμυγδαλών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amygdalitis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) + νεολατιν. κατάλ. -itis (πρβλ. -ίτιδα)].