αμυγδαλίτιδα

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

η Ιατρ.
μικροβιακή φλεγμονή των (παρίσθμιων) αμυγδαλών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amygdalitis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) + νεολατιν. κατάλ. -itis (πρβλ. -ίτιδα)].