αμφίκυκλος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-η, -ο
ο αμφικυκλικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + κύκλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Χ. Τσούντα, αρχαιολόγο, το 1893].