ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀμφιδύω (ΑΜ) δύωμσν.ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνωαρχ.μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].