αμφιδύω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ἀμφιδύω (ΑΜ) δύω
μσν.
ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνω
αρχ.
μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].