αμφικίων

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)
(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κίων.