αμφιμυκώμαι

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)
1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας
2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μυκῶμαι].