ανάθρεμμα

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀνάθρεμμα) ἀνατρέφω
αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον, θρέμμα, τέκνο, παιδί
νεοελλ.
ανατροφή, διαπαιδαγώγηση.