ανάπρωρα

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

επίρρ.
1. ανάπλωρα, με την πλώρη προς τον άνεμο
2. προς το μέρος της πλώρης, κατά την πλώρη.