ανάπρωρα

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. ανάπλωρα, με την πλώρη προς τον άνεμο
2. προς το μέρος της πλώρης, κατά την πλώρη.