ανέλκυση

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνέλκυσις)
έλκυση προς τα πάνω, ανύψωση, (κυρίως) η ανάσυρση πλοίων ή εξαρτημάτων από τον βυθό.