ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
η1. ανόρθωση μόνο του κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζωνεώτ. λόγιο σύνθετο].