ανακατανομή

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

η ανακατανέμω
η εκ νέου κατανομή, η νέα, δικαιότερη κατανομή (ωφελημάτων ή υποχρεώσεων).