ανακατανέμω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κατανέμω.
ΠΑΡ. ανακατανομή].