ανακύμανση

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

η ανακυμαίνω
1. έγερση κυμάτων, κυματισμός
2. πρόκληση αλλεπάλληλων πτώσεων και υψώσεων χρηματιστηριακών αξιών.