έγερση

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

η (AM ἔγερσις)
1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο
2. η ανάσταση
(αρχ.- μσν.) ανέγερση, οικοδόμηση
αρχ.
ανάρρωση.