Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έγερση

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

η (AM ἔγερσις)
1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο
2. η ανάσταση
(αρχ.- μσν.) ανέγερση, οικοδόμηση
αρχ.
ανάρρωση.