αναλέκτης

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλέκτης) ἀναλέγω αυτός που συγκεντρώνει, που μαζεύει κάτι, ο συλλέκτης.