ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἀναμαρμαίρω (Α)(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].