αναρραγής

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἀναρραγής, -ές (Μ)
ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + -(ρ)ραγής < ρήγνυμι].