ανατομικός

From LSJ

ἡ δίκη χειροῖ τῆς ἀδικίας → Justice subdues injustice (?)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ός (Α ἀνατομικός, -όν) ανατομή
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής του οργανισμού («ανατομικά υποδήματα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ανατομική
(ενν. επιστήμη) (βιολ.-ιατρ.) κλάδος της βιολογίας και της ιατρικής που μελετά με ανατομές την κατασκευή τών έμβιων οργανισμών και ειδικότερα του ανθρώπου
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ανατομικός
επιστήμων που μελετά και διδάσκει ανατομία
4. φρ. α) «ανατομικά εκμαγεία» — εκμαγεία τμημάτων του ανθρώπινου σώματος που χρησιμεύουν για σπουδές
β) «ανατομικές αναλογίες» — αναλογίες κανονικού σώματος.