εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ἀναφαλαντίας, ο (Α)αυτός που αρχίζουν να του πέφτουν τα μαλλιά, να γίνεται φαλακρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + φαλαντίας < φάλανθος «φαλακρός»].