αναφροδισία

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η (Α ἀναφροδισία) αναφρόδιτος
έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη.