αναφροδισία
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek Monolingual
η (Α ἀναφροδισία) αναφρόδιτος
έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη.