κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι)καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά).