ανθρακεύς

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής)
αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες
νεοελλ.
1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια
2. ανθρακεργάτης.