ανθρωπογενής

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.